ψηφοφορία

ψηφοφορία
η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και ψηφηφορία Α [ψηφοφόρος]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψηφοφορώ, το να ψηφίζει κάποιος (α. «μετά το τέλος τής ψηφοφορίας άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῑς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας ᾤετο γίγνεσθαι δεῑν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(νομ.) η διαδικασία που κατατείνει, με βάση τις προτιμήσεις τών ψηφοφόρων, στην εξαγωγή ενός αποτελέσματος το οποίο εκφράζει τη γενική βούληση ή προτίμηση
αρχ.
1. κρίση, απόφαση
2. αστρον. υπολογισμός
3. φρ. «ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι» — ψηφοφορίες για την ανάδειξη υπάτων (Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψηφοφορία — ψηφοφορίᾱ , ψηφοφορία vote by ballot fem nom/voc/acc dual ψηφοφορίᾱ , ψηφοφορία vote by ballot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφορίᾳ — ψηφοφορίαι , ψηφοφορία vote by ballot fem nom/voc pl ψηφοφορίᾱͅ , ψηφοφορία vote by ballot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφορία — η το να ψηφίζει κανείς, η ψήφιση: Η ψηφοφορία διαρκεί από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηφοφορίας — ψηφοφορίᾱς , ψηφοφορία vote by ballot fem acc pl ψηφοφορίᾱς , ψηφοφορία vote by ballot fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφορίαι — ψηφοφορία vote by ballot fem nom/voc pl ψηφοφορίᾱͅ , ψηφοφορία vote by ballot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφορίαν — ψηφοφορίᾱν , ψηφοφορία vote by ballot fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφοριῶν — ψηφοφορία vote by ballot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφοφορίαις — ψηφοφορία vote by ballot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”